άπαυτος — η, ο (Α ἄπαυτος, ον) αυτός που δεν απολύθηκε από κάποια υπηρεσία αρχ. άπαυστος*, συνεχής, αδιάκοπος … Dictionary of Greek
απαυτός — ή, ό αόρ. αντων., λέγεται με άρθρο αντί για κάποιο όνομα που το ξεχάσαμε ή κάνουμε ότι το ξεχάσαμε: Άκουσε ότι ήρθε ο απαυτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπαυτος — η, ο επίρρ. α ατέλειωτος, διαρκής: Άπαυτες ήταν οι έγνοιες και οι στενοχώριες της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαυτώνω — [απαυτός] συνουσιάζομαι, κάνω τη δουλειά … Dictionary of Greek
απατός — ή, ό (με μου, σου, του) εγώ ο ίδιος, μόνος μου, ατός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από φρ. όπως απ αυτού, απ αυτόν, απ αυτής κ.λπ. > ονομ. απαυτός > απατός, με παρετυμολογία προς το ατός] … Dictionary of Greek